- συμπάθιο
- το συχώρεση, συγγνώμη: Με το συμπάθιο, ήταν σωστός γάιδαρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμπάθιο — και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν 1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.) 2. φρ. «με το συμπάθιο» με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη 3. παροιμ. φρ. «απ τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» λέγεται για… … Dictionary of Greek
συχώριο — και συ(γ)χώριο και σχώριο, το, και σ(υ)χώρια, η, Ν 1. συγχώρηση 2. φρ. α) «συχώριο νά χουν τα πεθαμένα σου» i) έκφραση επαιτείας ii) έκφραση επιδοκιμασίας ενέργειας β) «μπουκιά και συχώριο» βλ. μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ.… … Dictionary of Greek
συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… … Dictionary of Greek
συμπάθειο — το, Ν (δ. γρφ.) βλ. συμπάθιο … Dictionary of Greek
συνήθ(ε)ιο — το, Ν 1. συνήθεια 2. έθος, έθιμο («κάθε τόπος και συνήθειο», δημ. γνωμ.) 3. στον πληθ. τα συνήθ(ε)ια τα έμμηνα τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. < συνηθίζω (πρβλ. συμπαθώ > συμπάθιο)] … Dictionary of Greek
συμπαθώ — συμπαθώ, συμπάθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: συμπαθώ : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει ως ουσιαστικό (οι συμπαθούντες αυτοί που υποστηρίζουν κάποιο πολιτικό κόμμα χωρίς να είναι μέλη). Στον απλό προφορικό λόγο απαντάται ορισμένες φορές και η… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής